- έδρα
- η1. αυτό όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, θρόνος, σκαμνί, καρέκλα, πολυθρόνα.2. κάθισμα πάνω σε βάθρο με γραφείο μπροστά ή με αναλόγιο ή με τραπέζι σαν βήμα, η καθέδρα: Έδρα καθηγητή, δικαστή, προέδρου.3. μτφ., θέση ή αξίωμα καθηγητή πανεπιστημίου, ακαδημίας ή άλλης ανώτατης σχολής: Υποψήφιος για την έδρα της αρχαίας ιστορίας.4. ο τόπος όπου μόνιμα εδρεύει κάποια αρχή, εταιρεία, επιχείρηση κτό.: Η Θεσσαλονίκη είναι έδρα εφετείου.5. το σημείο όπου συγκεντρώνεται η δράση, το κέντρο, το ορμητήριο, στρατηγείο: Ο εγκέφαλος είναι η έδρα της διανόησης.6. βάση, θεμέλιο, βάθρο (σε αντίθεση με την κορυφή).7. (ανατ.), το μέρος του σώματος με το οποίο κάθεται κανείς, τα οπίσθια, οι γλουτοί και ιδίως ο πρωκτός.8. (μαθ.), καθένα από τα επίπεδα όπου περατώνεται ένα πολύεδρο ή ένα στερεό σώμα (π.χ. ο κύβος).9. καθένα από τα δύο ημιεπίπεδα που σχηματίζουν μία δίεδρη γωνία.10. Αγία Έδρα, η το Βατικανό, ως τόπος διαμονής του αρχηγού της καθολικής Εκκλησίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.